όρκος

όρκος
Κατά την αρχική εκδοχή του όρου είναι η επίσημη δήλωση, κατά την οποία ο άνθρωπος επικαλείται τη θεότητα ως μάρτυρα της αλήθειας της διαβεβαίωσης του ή ως εγγυητή της τήρησης υπόσχεσής του. Η έννοια αυτή διευρύνθηκε αργότερα ώστε να περιλάβει κάθε επίσημη δήλωση ή υπόσχεση που δεσμεύει, άμεσα ή έμμεσα, τη συνείδηση και την τιμή του προσώπου που την κάνει. Στο ελληνικό δίκαιο, όπως και στα ξένα, ο ό. αποτελεί θέμα ρύθμισης σε όλους τους νομικούς κλάδους και επίπεδα. Είναι γνωστός ο ό. που προέβλεπε το δημόσιο δίκαιο της αρχαίας Αθήνας. Τον τύπο του ό. ορίζουν και τα νεότερα ελληνικά συντάγματα και οι σχετικοί νόμοι. Σημαντικό ρόλο παίζει ο ό. ως μέσο απόδειξης στην απονομή της δικαιοσύνης. Στις πολιτικές δίκες, ο ό. ορίζεται από το άρθρο 423 της Πολ. Δικ. Ο θρησκευτικός ό. προβλέπεται για τους ορθόδοξους χριστιανούς ή τους οπαδούς των άλλων γνωστών θρησκειών. Αν ο εξεταζόμενος δηλώσει ότι δεν πρεσβεύει θρησκεία ή πρεσβεύει θρησκεία που απαγορεύει τον o., επιβεβαιώνει την κατάθεση του κατά τον ακόλουθο τρόπο. «Δηλώ επικαλούμενος την τιμή και τη συνείδηση μου...». Οι κληρικοί πάλι όλων των θρησκευμάτων διαβεβαιώνουν «εν ονόματι της ιερωσύνης» τους. Ειδικές διατάξεις προβλέπουν, εξάλλου, για τον ό. των κωφάλαλων κλπ. (άρ. 253). Ανίκανοι να δώσουν ό. είναι οι νέοι κάτω των 14 ετών, οι στερούμενοι της συνείδησής τους, οι καταδικασμένοι για ψευδορκία ή ψευδομαρτυρία και οι υπό απαγόρευση. Κατά το άρ. 421 Κ. Πολ. Δικ., κάθε διάδικος μπορεί να ζητήσει να επιβληθεί ό. στον αντίπαλό του («επαγωγή ό.»), αλλά το δικαστήριο επιβάλλει τον ό. μόνον όταν δεν υπάρχουν άλλες σοβαρές αποδείξεις. Η απόφαση που επιβάλλει τον ό. πρέπει να ορίζει το πραγματικό γεγονός (αντικείμενο), το χρόνο και τόπο όπου θα δοθεί ο o., καθώς και τις συνέπειες. Ο ό. αποτελεί πλήρη απόδειξη ως προς το γεγονός και δεν επιτρέπεται ανταπόδειξη. Στις ποινικές δίκες προβλέπονται, ως προς τον τύπο του o., ανάλογες διατάξεις όπως εκείνες της Πολ. Δικονομίας (Κ.Π.Δ. άρ. 218 επ.). Ειδικές διατάξεις, προβλέπουν την όρκιση του διερμηνέα (άρ. 236 και των πραγματογνωμόνων (άρ. 194). Οι μάρτυρες ορκίζονται πριν από την ακροαματική εξέταση ή κατά την προδικασία. «Ανωμοτί» εξετάζονται οι κάτω των 17 ετών, οι «καταφανώς εξησθενημένοι τον νουν», οι στερηθέντες των πολιτικών δικαιωμάτων, οι πολιτικώς ενάγοντες κλπ. Το άρ. 229 Κ.Π.Δ. προβλέπει ποινές εναντίον των προσώπων που αρνιούνται, χωρίς νόμιμο λόγο, να δώσουν τον ό. της μαρτυρίας τους. Ο κατηγορούμενος ούτε επιβάλλεται ούτε επιτρέπεται να δώσει όρκο. Ήδη, αμφισβητείται η συνταγματικότητα επιβολής όρκου σε οποιαδήποτε περίπτωση, γιατί έρχεται σε αντίθεση με την συνταγματική κατοχύρωση της ανεξιθρησκείας.
* * *
ο (ΑΜ ὅρκος)
η με την επίκληση τού θείου διαβεβαίωση για την αλήθεια ενός γεγονότος ή για την εκτέλεση υπεσχημένης δραστηριότητας, κατά την οποία ο θεός ή ένα ιερό πρόσωπο καλείται ως μάρτυρας και τιμωρός στην περίπτωση που η διαβεβαίωση θα είναι ψευδής ή θα γίνει παράβαση τής υπόσχεσης που δόθηκε
νεοελλ.
φρ. α) «κάνω ή βάνω όρκο» — ορκίζομαι
β) «όρκο παίρνω»
i) ορκίζομαι
ii) αποσπώ ένορκη διαβεβαίωση από κάποιον
γ) «παίρνω ψεύτικο όρκο» — ψευδορκώ
δ) «πατώ τον όρκο μου» — παραβαίνω όσα ορκίστηκα να τηρήσω
ε) «τής αλεπούς ο όρκος» — όρκος ψεύτικος ή όρκος από υποκριτή άνθρωπο
στ) «όρκος δημοσίου υπαλλήλου» — ορκωμοσία
ζ) «επακτός όρκος»
(πολ. δικ.) όρκος που επιβάλλεται από τον έναν διάδικο στον άλλο
η) «όρκος δικαστικός»
(πολ. δίκ.) όρκος που επιβάλλεται αυτεπάγγελτα απο το δικαστήριο σε έναν από τους διαδίκους για συμπλήρωση ή διάψευση τών αποδεικτικών στοιχείων
αρχ.
1. ως κύριο όν. Ὅρκος
α) θεός, γιος τής Ἔριδας
β) θεός τιμωρός εκείνων που έδιναν ψεύτικο όρκο ή εκείνων οι οποίοι παρέβαιναν τον όρκο που είχαν δώσει
γ) υπηρέτης τού Διός
2. φρ. α) «ὅρκον τίθημί τινι» και «ὅρκον ποιοῡμαι τινι» — ορκίζομαι στο όνομα κάποιου
β) «ὅρκον ἐπελαύνω τινί» και «ὅρκον προσάγω τινί» και «ὅρκον ἀπολαμβάνω» — βάζω κάποιον να ορκιστεί
γ) «ὅρκον ἐπιορκῶ» — δίνω ψευδή όρκο
3. παροιμ. φρ. «ὅρκους ἐγὼ γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω» — λέγεται για να δηλώσει ότι οι γυναικείοι όρκοι δεν έχουν καμιά αξιοπιστία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. ὅρκος είχε συνδεθεί ήδη από την αρχαιότητα με τη λ. ἕρκος «εμπόδιο, φραγμός» εξαιτίας τής μορφολογικής ομοιότητας που παρουσιάζουν οι δύο τ. (πρβλ. και Ησυχίου: ὅρκοι
δεσμοὶ σφραγίδος). Οπότε κυριολεκτικά ὅρκος σημαίνει «αυτό που δεσμεύει ηθικά εκείνον που δίνει κάποιον όρκο». Άλλοι ταύτισαν τη λ. ὅρκος με τα νερά τής Στυγός, στα οποία ορκίζονταν ακόμα και οι θεοί. Κατ' άλλη, τέλος, άποψη, αν θεωρηθεί ότι η φρ. ὀμνύναι ὅρκον σημαίνει «πιάνω τον όρκο» (βλ. λ. ὄμνυμι), τότε η λ. ὅρκος πρέπει να εκληφθεί ως ιερό αντικείμενο το οποίο κρατούσε κάποιος όταν ορκιζόταν (πρβλ. «τα σκήπτρα τού Αχιλλέως»). Σύμφωνα με την τελευταία άποψη, η λ. θα μπορούσε να συνδεθεί με αμάρτυρο λατ. τ. *sorcus (πρβλ. λατ. surculus «κλάδος»).
ΠΑΡ. ορκίζω
αρχ.
ορκικός, ορκίλλομαι, όρκιον, όρκιος, ορκώ.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. ορκωμότης, ορκώμοτος
αρχ.-μσν.
ορκαπάτης
μσν.
ορκόδεσμος, ορκοπαραβατώ, ορκοπατώ, ορκοποιούμαι, ορκοσκοπικόν, ορκοσφάλτης
νεοελλ.
ορκοδοτώ, ορκοληψία, ορκοπάτης. (Β συνθετικό) άνορκος, ένορκος, επίορκος, εύορκος, ψεύδορκος
αρχ.
έξορκος, πολύορκος, σύνορκος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ὅρκος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅρκος — the object by which one swears masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όρκος — ο 1. βεβαίωση, υπόσχεση με μάρτυρα το Θεό ή κάποιο ιερό πρόσωπο: Όρκος του δημοσίου υπαλλήλου. 2. φρ., «Κάνω όρκο», ορκίζομαι· «Πατώ όρκο», παραβαίνω κάτι που υποσχέθηκα με όρκο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ὅρκος Ἀφροδίσιος. — См. Клятвы любовные …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὅρκοι — Ὅρκος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅρκοι — ὅρκος the object by which one swears masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὅρκοις — Ὅρκος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅρκοις — ὅρκος the object by which one swears masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὅρκοισι — Ὅρκος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅρκοισι — ὅρκος the object by which one swears masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”